θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
чахнуть — чахлый, чахотка, укр. чахнути, блр. чахнуць. Вероятно, новое образование от *чазнѫти исчезать, усыхать (см. чезнуть), причем х аналогично тряхнуть, ужахнуться и т. п.; см. Брюкнер, KZ 43, 310; 48, 181; Махек, Rесhеrсhеs 29. Последний пытается… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θαλπνός — θαλπνός, ή, όν (Α) [θάλπω] αυτός που θάλπει, που θερμαίνει («θαλπνότερον ἄστρον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θαλπτήριος — α, ο (Α θαλπτήριος, ον) αυτός που θάλπει, που θερμαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ ω + κατάλ. τήριος (πρβλ. εξιλασ τήριος, θρεπ τήριος)] … Dictionary of Greek
kenk-2 — kenk 2 English meaning: to burn, be dry; a burning feel (hunger, thirst) Deutsche Übersetzung: “brennen (dörren), weh tun; also especially von brennendem Durst and Hunger” Material: O.Ind. küŋkṣ ati “begehrt” (“burning… … Proto-Indo-European etymological dictionary